προλύω

προλύω
Α
αναιρώ, ματαιώνω, ανατρέπω κάτι προηγουμένως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • προλύτης — ὁ, ΝΜΑ [προλύω] συν. στον πληθ. οι προλύτες και οἱ προλύται (βυζ.) σπουδαστές δικαίου που είχαν συμπληρώσει το προτελευταίο, δηλαδή το πέμπτο, έτος τών σπουδών τους και οι οποίοι ονομάζονταν έτσι σε αντιδιαστολή προς τους λύτες, που είχαν ήδη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”